Για αυτή την ανάρτηση μου έδωσε έναυσμα η Ρίτσα με το τελευταίο post της.
Υπάρχουν κάτι στιγμές στην ζωή που μένουν ανεξίτηλες στην ψυχή μας. Μια είναι και αυτή που θα σας περιγράψω πιο κάτω. Ξέρω ότι για πολλούς, τους είναι αδιάφορη, όμως εγώ δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ.
Ήταν 24 Δεκεμβρίου. Ήμουν στρατιώτης και βγήκα με άδεια για τα Χριστούγεννα. Ο πατέρας μου εκείνον τον καιρό είχε ένα διπλοκάμπινο και όποτε έβγαινα το έπαιρνα και με ένα παρέα μου πηγαίναμε γύρους μέσα στην Λεμεσό. Έτσι έγινε και εκείνη την μέρα. Μόλις βράδιασε ξεκινήσαμε για τον καθιερωμένο μας περίπατο. Πήγαμε 3-4 φορές πάνω κάτω στην παραλιακή. Μετά πήγαμε για φαγητό στα σουβλάκια της Κικής. Αυτά τα φαγοπότια που καμιά φορά αγγίζουν την έννοια του συμποσίου πάντα μου άρεσαν. Να κάθεσαι με καλή παρέα να τρως κυπριακό φαγητό, να πίνεις 2-3 μπυρίτσες και να συζητάς. Για οτιδήποτε. Πάντα με ευχαριστούν αυτές οι στιγμές. Φάγαμε λοιπόν και ξεκινήσαμε πάλι τον περίπατό μας. Είπαμε να ξεφύγουμε λίγο από τον παραλιακό. Ο δρόμος μας έβγαλε σε κάτι γειτονιές του Ύψωνα. Θυμάμαι εκείνη τη νύχτα έκανε τρομερό κρύο και φυσούσε δυνατά. Καθώς περιπλανιόμασταν, σε μια δεξιά στροφή του δρόμου βλέπουμε έναν ηλικιωμένο άνδρα να βρίσκεται μπροστά από το ανοικτό καπό του αυτοκινήτου του και κάτι να προσπαθεί να κάνει στην μηχανή. Ήταν ψιλός λεπτός με πλούσια άσπρα μαλλιά. Φορούσε ένα μπεζ παντελόνι με ένα χακί τρικό και μια χακί σάρπα. Ήταν κατσουφιασμένος από το κρύο. Σταματήσαμε και τον ρωτήσαμε αν χρειάζεται βοήθεια. Αυτός μας απάντησε ότι το αυτοκίνητό του είχε χαλάσει και ότι είχε χάσει το δρόμο. Κατεβήκαμε. Το αυτοκίνητό του ήταν ένα πολύ παλιό Land Rover που ξεκινούσε από την μηχανή. Δηλαδή δεν υπήρχαν κλειδιά για να το ξεκινήσεις αλλά έπρεπε κάθε φορά να ανοίγεις το καπό και να το ξεκινάς από εκεί. Σε μια φάση το αυτοκίνητο πείρε μπρός και εγώ τον ρώτησα:
- Παππού που μηνίσκεις?
Ο γέρος προσπαθούσε να μου απαντήσει αλλά καταλάβαινα ότι δεν μπορούσε. Η φωνή του έτρεμε και έβγαινε διακοπτόμενη. Δυσκολευόμουν να καταλάβω τι μου έλεγε. Περιμένω λίγο και τον ξαναρωτάω.
- Παππού που μηνίσκεις?
Με τρεμάμενη και αδύνατη φωνή μου απάντησε:
- Τούρτζικα γιέ μου. Εχάθηκα τζαι ενιξέρω το δρόμο να πάω πίσω. Συγνώμη γιε μου που ενι μπορώ να μιλώ αλλά έπαθα εγκεφαλικό πρίν λλίο τζαιρό τζαι εν για τούτο. Συγνώμη.
Μου ζήτησε δυο φορές συγνώμη με τέτοιο τρόπο λες και μου είχε κάνει μεγάλο κακό και καρτερούσε απεγνωσμένα την συγχώρεση μου. Ακολούθως με κοίταξε στα μάτια. Είδα ένα βλέμμα απόγνωσης. Ένα βλέμμα τρομαγμένο που εναπόθετε τις ελπίδες του σε ένα περαστικό. Και εκείνη τη στιγμή έτυχε να είμαι εγώ. Έβλεπα στα μάτια ενός ογδοντάχρονου και βάλε, ένα παιδί που μου ζητούσε να τον βοηθήσω. Δεν θα σβηστούν ποτέ από την μνήμη μου αυτά τα μάτια.
- Μα που ακριβός στα Τούρτζικα παππού?
Περνούν πάλι μερικά δευτερόλεπτα και μου απαντά με νωχελική φωνή:
- Τούρτζικα γιε μου.
Κατάλαβα ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί.
- Εντάξει παππού να έρκεσε πίσω μας με το αυτοκίνητό σου τζαι θα σε πάρουμε εμείς.
Μπαίνω στο αυτοκίνητο. Κοιτάζω το ρολόι. Η ώρα ήταν 00:05. Ήταν Χριστούγεννα. Ξεκινήσαμε εμείς μπροστά και αυτός μας ακολουθούσε. Πήγαινε πολύ αργά. Άναψα τα φώτα κινδύνου και προχωρούσαμε. Δεν ξέραμε που να τον πάμε με τον φίλο μου. Σκεφτήκαμε να περάσουμε από τα Τούρτζικα και αν δεν καταφέρει ο παππούς να βρει το σπίτι του να τον οδηγήσουμε σε ένα αστυνομικό σταθμό και να ζητήσουμε βοήθεια. Μπαίνουμε στην λεωφόρο Μακαρίου με κατεύθυνση από Πάφο προς κέντρο της πόλης. Περνάμε τα σουβλάκια του Λευτέρη και από το γκαράζ της Citroen στρίβουμε δεξιά. Ήμασταν ήδη μέσα στον Τουρκομαχαλά. Ο παππούς συνέχιζε να μας ακολουθεί. Προχωράμε περίπου 200 μέτρα και βλέπουμε τον παππού να στρίβει από την πετρολίνα δεξιά. Εμείς αμέσως κάνουμε επαναστροφή και στρίβουμε από το ίδιο στρίψιμο που έστριψε και ο παππούς. Τον βλέπουμε να μπαρκάρει σε ένα χωράφι απέξω από ένα σπίτι. Θεωρήσαμε ότι εκεί θα έμενε και φύγαμε. Στο δρόμο για το χωρίο οι κουβέντες με τον παρέα μου ήταν πολύ λίγες. Ο καθένας ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Εμένα όμως κάτι με έτρωγε μέσα μου. Έπρεπε να σταματούσαμε και να ρωτούσαμε αν εκεί είναι το σπίτι του, μήπως και μπερδεύτηκε. Συνεχώς στο νου μου ερχόταν εκείνο το βλέμμα του παππού και το ρολόι που έδειχνε 00:05.
Ύστερα από 2-3 μέρες πέρασα μόνος μου από εκείνη την περιοχή για να δω αν ήταν εκεί το αυτοκίνητό του. Δεν είδα τίποτα. Μετά από καμιά βδομάδα ξαναπέρασα. Πάλι χωρίς αποτέλεσμα.
Άλλου είδους φαντάσματα
Πριν από 3 ημέρες
:(((((((((((((((((
ΑπάντησηΔιαγραφή*sigh*
ούφφου.
sad...
ΑπάντησηΔιαγραφήοτι ηταν να πω ειπαν το τα παιδκια.Εννα δωκω νακκον εμφαση στα λογια της sike.
ΑπάντησηΔιαγραφήουφφφφου
Sike
ΑπάντησηΔιαγραφήKtino
Richie
ouffou
ούφφου...
ΑπάντησηΔιαγραφήμήπως τελικά ο παππούς ήταν το πνεύμα των Χριστουγέννων που θα 'ρθούν για να σας βάλει στο πνεύμα των ημερών; :-)
τί να πεις... έκαμες ότι εμπορούσες
ΑπάντησηΔιαγραφήκαμιά φορά σκέφτεσαι ότι εμπορούσες να κάμεις τζι άλλα αλλά εν ήδη αργά...
τζι εύχεσαι απλά να ναι καλά...
ouf
ΑπάντησηΔιαγραφήlalis na en etsi to pneyma twn xristougennwn? apogohteytika twra...
Neerie
oti tzai na pis ek twn isterwn en adika
Ξέρεις πόσοι θα τον προσπερνούσαν και θα έκλειναν βιαστικά το παράθυρο να μεν τους κοντέψει ο " πελλός" ;
ΑπάντησηΔιαγραφήdikisisofi se eyxaristw
ΑπάντησηΔιαγραφή