Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

Οι ιστορίες της στετές μου της Μαρίας

Η συρίζα

(η συρίζα ήταν ένα ψάθινο κατασκεύασμα που έμοιαζε με σαμάρι. Τοποθετείτω στην πλάτη του ζώου όπως το σαμάρι όμως δεξιά και αριστερά υπήρχε χώρος όπου εχρησιμοποιείτω για την μεταφορά διαφόρων αντικειμένων)

Τα παλιά τα γρόνια είσhεν πολλήν φτώσhιαν γιε μου. Πολλόι αδρώποι αφήναν τες γεναίτζες τους τζαι τα κοπελλούθκια τους τζαι επιένναν έξω να δουλέψουν για να τα καταφέρουσειν να στείλουν λία ριάλια για να ταίσουν ασσέν τζαι έναν κομμάτι ψουμί την οικογένειαν τους. Έτσι εγίνικε τζαι με έναν νιόπαντρο ζεφκάρι που το χωρκό μας. Μόλις αρμαστήκασειν, ο άδρωπος αποφάσισεν να φυεί τζαι να παει να δουλέψει. Επήεν εις την Λεμεσόν εμπέεικε μες το παμπόριν τζαι επήεν στην ξενιθκιά. Ύστερις που καμίαν εικοσαρκάν γρόνια, αφού εσύναξεν κάμποσα ριάλια αποφάσισε να στραφεί στην γεναίκαν του. Έπιασεν πάλε το παμπόριν τζαι ήρτεν στη Λεμεσό. Που τζαμέ έπιασε το λεωφορείο της γραμμής τζαι την άλλην μέραν ήρτεν στο χωρκό μας. Επήεν έσσο του τζαι εφάτσισεν την πόρταν της γεναίκας του. Ρέσσει λίη ώρα μα με φωνή με ακρόαση που την γεναίκαν του. Ξαναφακκά της την πόρταν. Ύστερης που λλίον άννοιξεν του. Η καταραμένη είσhiεν τον φύλον έσσο τζαι εμάσhιετουν να τον χώσει. Έκοψεν ο νους της τζαι έβαλεν τον μες την συρίζαν που ήτουν κρεμμασμένη πας τον τοίχο. Μόλις ειδεν τον άντρα της εμούνταρεν πάνω του αγγαλιασεν τον τζαι εφίλησεν τον. Εμπήκεν έσσο τζίνος τζαι έκατσε πας την τσαέραν να ξηποσταθεί νάκκον. Τζέινη έβρασεν του νερόν τζαι ελούθηκε τζαι έσφαξεν τζαι μιαν όρνηθαν τζαι εχόγλασεν του την με τα μακαρούνια. Εκάτσασιν να φάσιν τζαι το δείν του αντρός της έππεσεν πας την συρίζα. Η συρίζα ήτουν τρυπημένη τζαι εκρέμμουνταν τα αρσενικά του φίλου της πουκάτω. Ο άδρωπος έν είπε τίποτε τζαι εσυνέχισεν να τρώει τζαι να πίνει την ζιβανίαν του. Άμαν τζαι εφκέροσεν το βλασhί που την ζιβανίαν λαλεί της γεναίκας του.
- Άνδρας: Α γεναίκα να σου πω τζαι έναν τσιαττηστόν πας τες χαρές μας?
- Γυναίκα: Καλό αφέντη μου, να μου πεις.
- Άνδρας: Ούλλον τον κόσμο γύρισα που να με φάν τα φίθκια, πρώτην βολάν συνάντησα συρίζαν με αρτσhίθκια.

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009

Οι χωρκανοί

Κυριακή του Πάσχα. Στο χωριό επικρατούσε ένα πανηγυρικό κλίμα αφού και παραδοσιακά είναι μέρα χαράς και αγάπης και γι΄ αυτό άλλωστε την αποκαλούν και Κυριακή της Αγάπης. Ο Παπά Γιαννής κτύπησε από νωρίς την καμπάνα για τον καθιερωμένο ομώνυμο Εσπερινό. Παράπονο δεν είχε φέτος ο Παπάς μας αφού οι συγχωριανοί άκουσαν τις εκκλήσεις του, στην λειτουργία του Μ. Σαββάτου, και έτρεξαν όλοι να ακούσουν το Ευαγγέλιο της Αγάπης. Ο Παπάς έκανε κάτι διαφορετικό φέτος. Την ώρα που θα διάβαζε το Ευαγγέλιο κάλεσε όλους τούς πιστούς να μαζευτούν μπροστά του, να γονατίσουν και να αγκαλιαστούν. Διστακτικά οι χωριανοί, αφού ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για αυτούς, βγήκαν από τους σκάμνους, προχώρησαν μπροστά από την «Ωραία Πύλη» και έκαναν ότι τους είπε. Μόλις τελείωσε το ανάγνωσμα ο Παπάς τους κάλεσε να σηκωθούν και να φιληθούν ανά μεταξύ τους. Αν και διστακτικά ούτε αυτή την φορά παράκουσαν τα λόγια του. Τελειώνει λοιπόν ο εσπερινός, οι γυναίκες πηγαίνουν στα σπίτια τους, οι νεαρότεροι μένουν στο προαύλιο της Εκκλησίας για τα παραδοσιακά παιχνίδια, ενώ οι άνδρες πηγαίνουν στον καφενέ. Στο τραπέζι κοντά στο παράθυρο δίπλα από το δρόμο κάθονται ο Πανίκκος με τον κουμπάρο του τον Γιαννή και τον Μαρίνο τον μανάβη.

«ε καφετζή θκυό μέτριους τζαι ένα σκέττο».

- Πανίκκος: Μανταν που τούτα τα μασκαραλλίκια που μας έβαλεν να κάμουμεν πόψε ο παπάς ολάν?

- Μαρίνος: Άσιλα μασκαραλίκια ρε Πανίκκο. Αγκαλιάσματα τζαι φιλιά γιατι εν ο Εσπερινός της Αγάπης ιμίσhη μου τζαι πρέπει να αγαπούμεν ο ένας τον άλλον. Σαμπώς τζαι ο παπάς καμνει τα τούτα τα πράματα. Εν θωρείς ήντα που κάμνει της καημένης της Δημητρούς της γειτόνισσας του? Για μισό μέτρο γης έφερεν της το κτηματολόγιο τζαι εν να την βάλει να ρίψει τον τοίχο του σπιθκιού της.


- Γιαννής: Γιατί με την σhιράτην εξιάσετε ήντα που έκαμνε? Άτε να μεν ανοίξω το στόμα μου τζαι εκοινώνησα εψές. Τζίνον το παγγάριν ερημάξαν το με τον Κωστή τον ψάλτη. Πιάνει τόσα ριάλια η εκκλησιά τζαι έσhει τόσα γρόνια εν είδαμεν έναν έργο.

«οι καφέδες σας…»

- Πανίκκος: Πάλε κουτσοζούμιν εν να πιούμεν. Όσσον τζαι βάλλει καφέν μέσα τούτος ο καφετζής. Τζαι πάλε άφηκεν τον λυψημιόν. Θέλουμεν ανεμόσκαλαν να κατευούμεν τζικάτω να τον πιούμε.

Στο διπλανό τραπέζι ο Πάμπος με τον Αντώνη.

- Αντώνης: Μα θώρε ρε Πάμπο φιλίες τον Μαρίνο τζαι τον Γιαννή. Ακόμα εν εσhει εφτομάδαν που εξητημάζουνταν μες τους καφενέδες για τα κόμματα τζαι τωρά εγινήκασιν τα καλλίττερα φιλούθκια. Ενεν την περασμένην εφτομάδαν που ετσακκωθήκαν τζαι εφόναζεν ο ένας του άλλου προδότη?

- Πάμπος: Οι ολάν ούτε εφτομάδαν εν εσhει. Εξίασεν ο Γιαννής που επήεν ο Μαρίνος τζαι έσειρεν του κουρτουνιάν μες την αυλή τζαι επογιάτησεν του τζαι την πόρταν κότσινιν τότες που εφκίκεν ο Χριστόφιας.

- Αντώνης: Μα άδε τον Πανίκκος σιώρ ήνταλος εν που κάθετε έτσι? Σαμπώς τζαι εν ο πάσhη αρσενικός του χωρκού. Είδες την γαινέκαν του ήνταλος εγλικοσυντύχανεν του Τάκη όσσον τζαι εφκήκαμεν που την εκκλησhιάν? Λαλούσιν ο Πανίκκος έσhει τζαιρόν που εν του περνά να της κάμει την δουλιάν τζαι εν για τούτον.


- Πάμπος: Ηντα ο Μαρίνος εκατάκλεψε μας τζιαμέ στο μαννάβικο. Εκαμεν την ζυαρκάν του να ζυάζει διπλά τζαι γρεώνει μας το έναν αλλόναν.

- Αντώνης: Άτε ολάν να σηκωστώ να φύω να μεν τους θωρώ γιατί εν να τους πω καμιά κουβέντα τzαι έν θα τους αρέσει.


- Πάμπος: Φευκουμε γιατί αναουλιάζουμε τζαι εγίω αμαν τους θωρώ.

- Αντώνης: Ρε καφετζη οι καφέδες τον κοπελιών ποτζήθε εν που λόου μας. Εμέν τζαι του Πάμπου.

- (Γιαννής, Πανίκκος, Μαρίνος.) Ευκαριστούμε σας πολλά κοπέλια. Ότι ποθείται.


- (Αντώνης, Πάμπος) Στην υγειά σας τζαι στην χαρά σας χωρκανοί.

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009


Άλλαξε ο Μανωλιός

κι΄ έβαλε τα ρούχα αλλιώς…

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009

Οι χωρκανές

(ένα φυσιολογικό απόγευμα)

Καλοκαιριάτικο απόγευμα προς σούρουπο. Ο ήλιος μόλις έχει κρυφτεί πίσω από τα βουνά και το θερμόμετρο έχει καλμάρει λίγο. Ώρα δηλαδή που ενδείκνυται για καφεδάκι ή ένα δροσιστικό ποτό στην βεράντα ή περίπατο μέσα στο χωριό.
Η κ. Αντρούλλα με τον σύζυγό της κάθονται στην αυλή του σπιτιού τους και απολαμβάνουν το φραπεδάκι τους. Από το δρόμο που εφάπτεται της αυλής της κ. Ανδρούλλας περνούν για τον καθιερωμένο τους απογευματινό περίπατο η κ. Μαρίτσα με τον άνδρα της . Φτάνουν μπροστά από την αυλή της κ. Ανδρούλλας.

Κ. Μαρίτσα:
- καλησπέρα σας. Τι κάμνετε? Είστε καλά?

Κ. Ανδρούλλα
- οοο… καλησπέρα. Δόξα σοι ο Θεός. Κοπιάστε να πιούμε καφέ.

Κ. Μαρίτσα
- οι οι ευχαριστούμε. Μόλις εσηκωστήκαμε που το τραπέζι. Εν πάει τίποτε κάτω. Είπαμε να πάμε κανένα περίπατο να χωνέψουμε.

Κ. Ανδρούλλα
- μα έτζαι δοκιμάζω σας κόρη. Ελάτε!!!

Κ. Μαρίτσα
- άλλη φορά κόρη Ανδρούλλα. Εν να πάμε τωρα.

Κ. Ανδρούλλα
- ε …ασεν καλα το γινάτη σου.

Η κ. Μαρίτσα συνεχίζει τον περίπατό της με τον άνδρα της. Και η κ. Ανδρούλλα μόλις έχει πιει τη τελευταία ρουφηξιά από το φραπέ της. Αφήνει λίγο να απομακρυνθεί η κ. Μαρίτσα και γυρίζει στον άνδρα της και του λέει:

Κ. Ανδρούλλα
- Μα είδες κωλοήρηση η μαρίτσα? Φάε φάε εγίνικεν όπως το πιθάρι. Το παρπάτημαν εν τζαι καμνει τίποτε αν μεν κλίσει λίο την μασέλαν της. Τζαι ήνταν που τζίνον το παντελονούιν που φορεί σιώρ. Φένουνται τα κωλομέρκα της. Εν αντρέπεται που τους χωρκανούς? Έμαθες ήντα που ακούστηκεν μες το χωρκόν? Η κόρη τις έφαεν τα γρόνια της μες την Αθήναν τζαι ενε καταφερεν να πιασει πτυχίο. Μεν ακούεις λόγια πως επίαν την περασμένη εφτομάδαν να το πιάσουν. Εν για να γλυτόσουν την κόρη τους που τον καλαμαράν τζαι να την πείσουν να έρτει πίσω.

Στο απέναντι στενό η κυρία Μαρίτσα λέει στον άνδρα της:

Κ. Μαρίτσα
- εν να μας τζαιράσει τζαι καφέ η νηστιτζη. Το νερόν της εν το εγευτικε κανένα πλάσμα που δαπάνω τζαι εμάς εν να μας τζαιράσει τζαι καφέ. Έτο εν που αντροπή που μας ελάλεν. Ευτυχώς που εν εκάτσαμε. Εν χτιτζιον τζιμεσα. Ούλλη μέρα κάθετε τζαι απλώνει ζάμπα. Τζίνος ο μάρθακας της εν άνοιξεν το στόμαν του να πει έναν κόπιασε. Πάντα έτσι φτανός ήταν γιαυτόν τον κάμνει ότι θέλει. Ηντα ακούστηκε μες το χωρκό ότι τωρά τελευταίος εν τον φωρούν οι πόρτες να μπεί έσσο. Τζαι αν πεις με ποιον? Με τον κουμπάρο της τον Γιώρκο. Είδαν τους τζαι τους θκιό να μπαίνουν μες τα βοηθητικά πουκάτω που έσσο της.

ΥΓ: Γυναικείε πληθυσμέ μην εξάπτεσαι και μην με κατηγορήσεις άδικα. Η επόμενη ανάρτηση θα έχει σχέση με κουβέντες που ακούστηκαν στον καφενέ αυτού του αγαπημένου και μονοιασμένου χωριού. (οι αρσενιτζοι εν τζαι πασειν πίσω)